οἰστρηλάτῳ

οἰστρηλάτῳ
οἰστρήλατος
driven by a gadfly
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οιστρηλατώ — (ΑΜ οἰστρηλατῶ, έω) [οιστρήλατος] παθ. οιστρηλατούμαι, έομαι κυριεύομαι από οίστρο, κατέχομαι απο παράφορο πάθος, νιώθω έξαψη, εξαγριώνομαι νεοελλ. κάνω κάποιον να νιώσει έντονο ενθουσιασμό, εμπνέω αρχ. (για τον οίστρο) καθιστώ κάποιον παράφρονα …   Dictionary of Greek

  • οιστρηλάτημα — το (Α οἰστρηλάτημα) [οιστρηλατώ] διέγερση που οφείλεται σε τσίμπημα οίστρου και συνοδεύεται από εκδηλώσεις μανίας …   Dictionary of Greek

  • παροιστρώ — άω και έω ΜΑ κεντρίζω, οιστρηλατώ, εξωθώ σε μανία, είμαι μανιακός («ὡς δάμαλις παριστρῶσα παροίστρησεν Ἰσραήλ», ΠΔ) αρχ. (μτβ.) ερεθίζω, παροξύνω, προτρέπω κάποιον («μαινάδων ἐπ αὐτὸν χοροὺς παρῴστρησεν», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰστρῶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”